- ορέγνυμι
- ὀρέγνυμι (Α)(μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω*, απλώνω τα χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ- τού ὀρέγω, κατά τα ρ. σε -νυμι (πρβλ. όρ-νυμι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρεγνυμένη — ὀρέγνυμι pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνυμένην — ὀρέγνυμι pres part mid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνύμενος — ὀρέγνυμι pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνύντες — ὀρέγνυμι pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνύς — ὀρεγνύ̱ς , ὀρέγνυμι pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)